- σαλιάζω
- Ν [σάλιο]1. εκκρίνω σάλιο2. βάζω, αλείφω σάλιο σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλιάζω — βγάζω σάλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάλιασμα — το, Ν [σαλιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαλιάζω, η έκκριση υπερβολικής ποσότητας σάλιου 2. σαλιάρισμα, σαχλή ερωτοτροπία … Dictionary of Greek
γλυκοσαλιάζω — και ίζω 1. ησυχάζω, ανακουφίζομαι 2. μού τρέχουν τα σάλια από τον πόθο, επιθυμώ πολύ 3. ερωτοτροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + σαλιάζω «εκκρίνω σάλιο»] … Dictionary of Greek
σαλιώνω — Ν [σάλιο] επαλείφω ή υγραίνω μια επιφάνεια με σάλιο, σαλιάζω («σαλιώνω τα γραμματόσημα») … Dictionary of Greek